бескрайний - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

бескрайний - translation to πορτογαλικά


бескрайний      
infindo, sem fim ; infinito ; sem limites
mundão m      
браз
1) бескрайний простор;
2) множество, тьма тьмущая
необозримый      
a perder de vista ; (огромный) imenso ; (бескрайний) sem fim, infinito

Ορισμός

БЕСКРАЙНИЙ
не имеющий видимых пределов, края.
Бескрайние просторы, снега.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бескрайний
1. Но для них бескрайний простор - реальность, а заборы - отвратительная фантазия.
2. Земля под ногами и бескрайний космос над головой.
3. Главным все равно остаются неподражаемые ужимки главного героя, его абсолютно идиотская походка и бескрайний деструктивный потенциал.
4. Пейзаж Северного морского пути: бескрайний ледяной панцирь, припорошенный снегом, сливается на горизонте с хмурым небом.
5. В итоге бескрайний зал жил своей жизнью, а сцена - своей, что и наблюдала обозреватель Божена Рынска.